- αρδευόμενος
- η , ο[ν] орошаемый;
αρδευόμενα εδάφη — орошаемые земли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρδευόμενα εδάφη — орошаемые земли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρδευόμενος — ἀρδεύω water pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… … Dictionary of Greek